δεκατρισχίλιοι

δεκατρισχίλιοι
-αι, -α
αυτοί που φτάνουν τον αριθμό δεκατρείς χιλιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Π. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”